- δύσηρις
- δύσηρις1 prone to quarrel οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν μαρτυρήσω (byz.: δύσερις codd.) O. 6.19
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δύσηρις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσήριδος — δύσηρις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσηριν — δύσηρις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσερις — και δύσηρις, ι (Α) 1. φίλερις, φιλόνικος 2. αυτός που προκαλεί φιλονικία … Dictionary of Greek